stacc.
Staccato – κοφτά. Τρόπος εκτέλεσης νότας, ώστε να διαρκεί λιγότερο από την πλήρη αξία της και να χωρίζεται από την επόμενη. Σημειώνεται με τελεία πάνω από το φθογγόσημο.
λεγκάτο
Legato – ενωμένα. Τρόπος εκτέλεσης νότας, ώστε να παίζεται ενωμένα με τις επόμενες. Σημειώνεται με τη σύζευξη προσωδίας.
τονισμός (accent)
Η έμφαση που δίνεται σε έναν συγκεκριμένο φθόγγο
πιτσικάτο (pizz.)
Οδηγία στους εκτελεστές εγχόρδων να παράγουν τους φθόγγους με τσίμπημα της χορδής και όχι με το δοξάρι
γκλισσάντo
Ανιούσα ή κατιούσα σειρά από συνεχόμενες νότες που ενώνουν δύο κύριους φθόγγους
κορώνα
Το σημείο που υποδηλώνει ότι ο φθόγγος ή η παύση που σημειώνονται έτσι πρέπει να κρατηθούν περισσότερο σε διάρκεια σύμφωνα με το κριτήριο του εκτελεστή